Τέλλος, Γουλιέλμος

Τέλλος, Γουλιέλμος
(Tell). Θρυλικός ήρωας της ελβετικής ανεξαρτησίας (14ος αι.). Κατά τον θρύλο, που διαδόθηκε όμως μόνο κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., ο Τ. αντιστάθηκε στην παράλογη διαταγή ενός εξίσου θρυλικού βάιλου του Ούρι, του Γκέσνερ, να γονατίσει μπροστά στο καπέλο του ή στο καπέλο του Αλβέρτου των Αψβούργων· ο Τ. συνελήφθη και υποχρεώθηκε να χτυπήσει με το τόξο του ένα μήλο τοποθετημένο πάνω στο κεφάλι του γιου του. Λαμπρός τοξότης, ο Τ. πέτυχε τον στόχο, επειδή όμως εκτόξευσε απειλητικές λέξεις εναντίον του βάιλου φυλακίστηκε αλυσοδεμένος στον πύργο του Κίσναχτ, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σκοτώσει τον σκληρό βάιλο. Το γεγονός συγκίνησε βαθύτατα τους κατοίκους των κοιλάδων και των βουνών της Ελβετίας και προκάλεσε την εξέγερση των καντονίων του Σβιτς, του Ούρι και του Ουντερβάλντεν εναντίον των Αψβούργων. Ο Ελβετός ήρωας πολέμησε έπειτα στη νικηφόρα μάχη του Μόρτγκαρτεν (1315) και τελικά πέθανε ενώ προσπαθούσε να σώσει ένα παιδί που είχε πέσει στον ποταμό Σλάχεν (1354). Ο Τ. ενέπνευσε πολλούς μουσικούς μεταξύ των οποίων και τον Ροσίνι που συνέθεσε το ομώνυμο μελόδραμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γουλιέλμος Τέλλος — Βλ. λ. Τέλλος, Γουλιέλμος …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • όμποε — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλό καλάμι σαν της πίπιζας, εφαρμοσμένο σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας· σε αυτόν προσαρμόζουν τα κλειδιά. Η ονομασία προέρχεται από τα γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό …   Dictionary of Greek

  • Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον- — (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”